- δεκαδάρχης
- οβλ. δεκάδαρχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκαδάρχης — decurio masc nom sg δεκαδαρχέω to be a imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχαι — δεκαδάρχης decurio masc nom/voc pl δεκαδάρχᾱͅ , δεκαδάρχης decurio masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδαρχῶν — δεκαδάρχης decurio masc gen pl δεκαδαρχέω to be a pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχαις — δεκαδάρχης decurio masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχην — δεκαδάρχης decurio masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχῃ — δεκαδάρχης decurio masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαδάρχας — δεκαδάρχᾱς , δεκαδάρχης decurio masc acc pl δεκαδάρχᾱς , δεκαδάρχης decurio masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δεκάδαρχος — και δεκαδάρχης, ο (Α) 1. ο δέκαρχος, ο επικεφαλής δέκα ανδρών 2. ένας από τους δέκα άρχοντες τής Ρώμης 3. τελώνης … Dictionary of Greek
δεκαδάρχου — δεκάδαρχος commander of ten men masc gen sg δεκαδάρχης decurio masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)